- στραβάδι
- το, Ν1. τυφλός2. πρωτάρης σε κάτι, άπειρος3. νεοσύλλεκτος στρατιώτης4. δύστροπος και κακός άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβός + επίθημα -άδι (πρβλ. γλυκ-άδι, σημ-άδι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραβάδι — το 1. άνθρωπος δύστροπος και ισχυρογνώμονας. 2. νεοσύλλεκτος στρατιώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek